Sin City (2005)


Ελληνικός Τίτλος: Αμαρτωλή Πόλη
Κατηγορία: Έγκλημα, Δράμα, Θρίλερ
Σκηνοθεσία: Frank Miller, Robert Rodriguez
Σενάριο: Frank Miller
Πρωταγωνιστούν: Bruce Willis, Mickey Rourke, Clive Owen, Jessica Alba, Jaime King, Devon Aoki, Alexis Bledel, Benicio Del Toro
Μουσική: John Debney, Graeme Revell, Robert Rodriguez
Φωτογραφία: Robert Rodriguez
Μοντάζ: Robert Rodriguez
Χώρα Παραγωγής: ΗΠΑ
Χρώμα: Ασπρόμαυρη - Έγχρωμη
Διάρκεια: 124 min


Ο σκηνοθέτης Robert Rodriguez, μεγάλος θαυμαστής του Αμερικανού διακεκριμένου σχεδιαστή κόμικ, Frank Miller, ήθελε να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το «Sin City», μια σειρά κόμικ που αποτελείτο από εφτά διαφορετικές ιστορίες με φόντο τον υπόκοσμο μιας φανταστικής πόλης, και είχε κυκλοφορήσει την δεκαετία του ΄90, σημειώνοντας ιδιαίτερη επιτυχία.
Μετά από πολλές συνεχείς πιέσεις του Rodriguez προς τον σχεδιαστή να του παραχωρήσει τα δικαιώματα και την άκαμπτη αρνητική στάση του δεύτερου, ο ιδιόρρυθμος αλλά και χαρισματικός σκηνοθέτης, χρησιμοποιώντας τους ηθοποιούς Josh Hartnett και Marley Shelton, γύρισε μία σεκάνς και την έστειλε στον Miller να την δει, προτείνοντάς του μάλιστα να σκηνοθετήσουν μαζί την ταινία και να έχει εκείνος τον πλήρη έλεγχο του τελικού αποτελέσματος. Ο Miller, ενθουσιασμένος από την μικρή αυτή σκηνή που είδε, δέχτηκε να γίνουν τα κόμικς του κινηματογραφική ταινία κι έτσι το 2004 ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Στην παρέα των δύο δημιουργών προστέθηκε ως “special guest director“ και ο στενός φίλος του Rodriguez, Quentin Tarantino, ο οποίος πέρα από την εμφανέστατη συνδρομή του στο τελικό αποτέλεσμα, σκηνοθέτησε εξ ολοκλήρου και μία σκηνή -την σκηνή που ο Dwight (Clive Owen), συνομιλεί μέσα στο αυτοκίνητο, με τον νεκρό Jackie Boy (Benicio Del Toro).
Η ταινία βασίστηκε στις τρεις από τις εφτά ιστορίες του «Sin City». Οι ιστορίες αυτές είναι το «The Hard Goodbye», «The Big Fat Kill» και «That Yellow Bastard» ενώ η πρώτη σκηνή, είναι από το «The Customer is Always Right» και είναι η προαναφερθείσα σκηνή που γύρισε ο Rodriguez, για να πείσει τον Miller.


Και στις τρεις παράλληλες ιστορίες που διαδραματίζονται στην ταινία, οι κεντρικοί ήρωες είναι άντρες που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε μια σκοτεινή και παρηκμασμένη πόλη, την Sin City, όπου κυριαρχεί η ανομία, η διαφθορά, η ανηθικότητα και η υπέρμετρη βία. Και οι τρεις τους ζουν και κινούνται με βασικό κίνητρο την εξιλέωση και την εκδίκηση, έχοντας ο καθένας τον δικό του ξεχωριστό λόγο.
Ο Hartigan (Bruce Willis), ένας από τους λίγους έντιμους αστυνομικούς του Sin City, αποφυλακίζεται μετά από την άδικη καταδίκη του για ένα έγκλημα που έκανε, στην προσπάθεια του να προστατέψει την μικρούλα Nancy, από έναν άνθρωπο που επιχείρησε να τη βιάσει. Τώρα, οκτώ χρόνια μετά, νιώθει την υποχρέωση να προστατέψει για άλλη μια φορά την νεαρή Nancy, ακόμη και αν έχει να αντιμετωπίσει ένα ολόκληρο σύστημα...
Ο Marv (Mickey Rourke), είναι ένας περιθωριακός άντρας με τερατώδης παρουσιαστικό και υπερφυσικές δυνάμεις, που αφού έχει αποφυλακιστεί μετά από πολύχρονο εγκλεισμό σε σωφρονιστικό ίδρυμα, κατηγορείται για τον φόνο της Goldie, μιας πανέμορφης πόρνης η οποία θα βρεθεί νεκρή στο κρεβάτι του. Ο Marv, προσπαθεί να ανακαλύψει τον πραγματικό δολοφόνο της μοναδικής γυναίκας που αγάπησε και να τον τιμωρήσει παραδειγματικά...
Ο Dwight (Clive Owen), σε μια προσπάθειά του να προστατέψει την αγαπημένη του Shellie, από έναν σκληρό διεφθαρμένο μυστικό αστυνομικό, τον Jackie Boy, οδηγείται στην Παλιά Πόλη όπου εκεί κάνει κουμάντο μια ομάδα από πόρνες. Σε μια συμπλοκή σκοτώνεται ο Jackie Boy και μερικοί φίλοι του. Τώρα ο Dwight, είναι αναγκασμένος να βρει ένα τρόπο για να καλύψει το έγκλημα έτσι ώστε να μην κατηγορηθούν από την αστυνομία οι ιερόδουλες και χάσουν την εξουσία που έχουν στην Παλιά Πόλη...


Επιδιώκοντας οι δύο δημιουργοί να μεταφέρουν στην μεγάλη οθόνη τις σελίδες των κόμικς όσο πιο πιστά μπορούσαν, κινηματογράφησαν το «Sin City» αποκλειστικά με ψηφιακές κάμερες, ενώ οι ηθοποιοί ερμήνευαν τους ρόλους τους μπροστά από ένα πράσινο φόντο. Ύστερα με την βοήθεια υπολογιστών προστέθηκαν τα κατάλληλα σκηνικά τα οποία σχεδόν εξολοκλήρου, είναι πιστές εικόνες από τα καρέ των κόμικς του Miller, δίνοντας σημασία ακόμα και στις γωνίες λήψης κάθε πλάνου, καθώς και στο φωτισμό. Οι παραστάσεις και τα αντικείμενα που απεικονίζονται πίσω από τους ηθοποιούς και δεν είναι ψηφιακά, είναι ελάχιστα. Μερικά από αυτά είναι ένα αυτοκίνητο, ο χώρος του μπαρ, μια κουζίνα και το περιβάλλον του νοσοκομείου στη σκηνή του τέλους.
Επίσης, πέρα από το μακιγιάζ και τις όποιες προσθετικές επεμβάσεις, ψηφιακή επεξεργασία έγινε και στην απεικόνιση των ηθοποιών οι οποίοι έχουν υπερτονισμένα εμφανισιακά στοιχεία και στήνονται μπροστά στην κάμερα παίρνοντας πόζα, κοιτάζουν πλάγια, μιλούν με στόμφο και παληκαρισμό, και επιδεικνύονται όπως ακριβώς εμφανίζονται και οι ήρωες του Miller, σκιτσαρισμένοι πάνω στο χαρτί.
Οι διάλογοι, οι μονόλογοι και φυσικά η πλοκή και η δράση, βγαίνουν σχεδόν αναλλοίωτες από τις σελίδες των περιοδικών, κάνοντας τον θεατή να νομίζει ότι ξεφυλλίζει ένα κόμικ που ξαφνικά οι ακίνητες εικόνες των τυπωμένων σελίδων, παίρνουν ζωή μπροστά στα τα μάτια του.


Οι ασπρόμαυρες, δισδιάστατες, εμποτισμένες με μικρές πινελιές χρώματος εικόνες, καθώς και η μουσική επένδυση -διαφορετική για κάθε ιστορία- συμπράττουν στο γεγονός, το κλίμα και η ατμόσφαιρα της ταινίας, να θυμίζουν έντονα τα φιλμ-νουάρ της δεκαετίας του ’50, αλλά τα κοστούμια, τα σκηνικά, τα πλάνα της πόλης και οι αθυρόστομοι διάλογοι, μας μεταφέρουν στο σήμερα και πιθανότατα στο μέλλον.
Η έντονη και ωμή βία κυριαρχεί από το πρώτο έως και το τελευταίο λεπτό σε σημείο τέτοιο, που ένας πυροβολισμός στο κεφάλι μπορεί και να περάσει απαρατήρητος μπροστά στα τόσα άλλα που συμβαίνουν: αποκεφαλισμοί, βασανιστήρια, διαμελισμοί από εκρήξεις ή από σπαθιά, μαστιγώματα, πριόνια, ευνουχισμοί...
Το καστ είναι εντυπωσιακότατο και απαρτίζεται από μεγάλα ονόματα του Χόλυγουντ. Ειδικά όσον αφορά τους αντρικούς ρόλους οι περισσότερες ερμηνείες είναι εξαιρετικές, με κορυφαία μάλλον αυτή του Mickey Rourke, στον ρόλο του κακάσχημου και υπερφυσικού Marv. Από την μεριά των γυναικείων ρόλων οι ερμηνείες είναι πιο υποτονικές και δίδεται μεγαλύτερη σημασία στο αισθησιακό κομμάτι, με αποκορύφωση την σκηνή του χορού της πανέμορφης Jessica Alba πάνω στην μπάρα, στο βρωμερό καταγώγιο της πόλης, απ’ όπου περνούν όλοι οι ήρωες.


Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 3 Απριλίου του 2005 και σημείωσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία αποφέροντας εισπράξεις 160 εκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως, ενώ το κόστος παραγωγής της ήταν 40 εκατομμύρια δολάρια.
Το άρτιο αισθητικά αποτέλεσμα και η τέλεια αναπαράσταση των εικόνων ενός κόμικ πάνω στο σελιλόιντ, ήταν ο λόγος που η «Αμαρτωλή Πόλη» εισέπραξε ως επί το πλείστον καλές κριτικές, ενώ χαρακτηρίστηκε άκρως πρωτοποριακή και σε κάποιες περιπτώσεις αριστούργημα.
Το μόνο μελανό σημείο και ίσως η αιτία για να γίνει σε κάποιους μισητή, είναι η πολλή και ανεξέλεγκτη βία που πλημμυρίζει κάθε λίγο και λιγάκι την οθόνη με αποτέλεσμα να δημιουργεί την αποστροφή του ανήξερου και μη συνηθισμένου σε κάτι τέτοιο, θεατή.
Τον Οκτώβριο του 2012, ξεκίνησε η παραγωγή ενός sequel του «Sin City» με τον τίτλο «Sin City: A Dame to Kill For» με δημιουργούς και πάλι τον Robert Rodriguez και τον Frank Miller. Η ταινία θα βασίζεται στο δεύτερο βιβλίο της σειράς κόμικ του Miller, «Sin City» και έχει προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στις 4 Οκτωβρίου του 2013.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση