Η Δε Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα (1959)


Αγγλικός Τίτλος: And the Wife Shall Revere Her Husband
Κατηγορία: Κωμωδία, Δράμα
Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβέλλας
Σενάριο: Γιώργος Τζαβέλλας
Πρωταγωνιστούν: Μάρω Κοντού, Γιώργος Κωνσταντίνου, Δέσπω Διαμαντίδου, Σταύρος Ξενίδης, Κατερίνα Γώγου, Δημήτρης Καλιβωκάς
Μουσική: Κώστας Καπνίσης
Φωτογραφία: Νίκος Γαρδέλης
Μοντάζ: Γιώργος Τσαούλης
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Χρώμα: Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 105min


Ο Αντώνης Κοκοβίκος (Αντωνάκης για τους φίλους του), είναι ένας άνθρωπος με αρκετά ιδιότροπο χαρακτήρα που συζεί με την κυρία Ελένη, σε μια γειτονιά της Πλάκας. Παρά το γεγονός ότι οι δυο τους ζουν μαζί για δέκα ολόκληρα χρόνια, εκείνος αρνείται πεισματικά να την παντρευτεί. Είναι καταπιεστικός και γκρινιάρης μα κατά βάθος την αγαπάει· ο μόνος λόγος που δεν την παντρεύεται είναι ότι φοβάται τα δεσμά του γάμου. Η άγαμη όμως συμβίωσή τους, προκαλεί την κατακραυγή και την καθημερινή ταπείνωση της κυρίας Ελένης από τον περίγυρο, που τη θεωρεί “παστρικιά” και “σπιτωμένη”.
Ο Αντωνάκης σχεδόν καθημερινά, συναντιέται με τέσσερεις φίλους του, πίνουν το καφεδάκι τους, το ουζάκι τους, και σχολιάζουν τα τεκταινόμενα. Και οι τέσσερεις αυτοί κύριοι είναι παντρεμένοι. Η κυρία Ελένη δεν έχει γνωρίσει ποτέ τους φίλους του συντρόφου της καθώς, εκείνος αποφεύγει να τους φέρει σε επαφή, μιας και την έχει αστεφάνωτη. Μια μέρα όμως, ο ξαφνικός θάνατος του ενός εκ των τεσσάρων, θα γίνει η αιτία για να γνωριστεί η κυρία Ελένη μαζί τους.
Ο θάνατος αυτός θα συγκλονίσει τον Αντωνάκη, θα τον κάνει να σκεφτεί πιο ώριμα, και ύστερα κι από την συνεχή πίεση των φίλων του, θα αποφασίσει να οδηγήσει την Ελένη νυφούλα στην εκκλησία.
Ο γάμος πραγματοποιείται και από την πρώτη στιγμή αρχίζουν τα προβλήματα επειδή και οι δυο θεωρούν ότι ξαφνικά, άλλαξαν οι ρόλοι και τα δικαιώματά τους. Η για δέκα χρόνια αστεφάνωτη και καταπιεσμένη Ελένη, με την παρότρυνση των φιλενάδων της επαναστατεί, διεκδικώντας όσα δεν μπορούσε να διεκδικήσει από τον Αντωνάκη όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνος πάλι με την σειρά του, μην μπορώντας να αποδεχτεί αυτήν την ξαφνική αλλαγή των πραγμάτων, την ίδια κιόλας μέρα του γάμου, πραγματοποιεί την απειλή που είχε στο στόμα του, όλα αυτά τα χρόνια: “παίρνει το καπελάκι του και φεύγει”…


Πρόκειται για την κινηματογραφική διασκευή ενός ομότιτλου θεατρικού έργου του σκηνοθέτη-σεναριογράφου Γιώργου Τζαβέλλα, που είχε πρωτοπαιχτεί στο σανίδι το 1959, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη, στο ρόλο του Αντωνάκη.
Θεωρείται μια από τις καλύτερες και πιο επιτυχημένες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, μια ηθογραφία με πλήθος αναφορών στη ζωή, στις συνήθειες και στα προβλήματα της μικροαστικής τάξης της δεκαετίας του ‘60.
Ο Γιώργος Τζαβέλλας, σκηνοθετεί πολύ απλά και με χαρακτηριστικό ρεαλισμό μια ιστορία που όσο εύκολα μπορεί κάποιος να την κατατάξει στο είδος της κωμωδίας λόγω του λεπτού χιούμορ της, άλλο τόσο εύκολα μπορεί να την κατατάξει και στο είδος του δράματος λόγω των συγκινητικών σκηνών που περιέχει.
Η μουσική του Κώστα Καπνίση ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα και το ύφος της ταινίας, με την μελωδία από την λατέρνα που ακούγεται σε αρκετές σκηνές, να είναι πραγματικά υπέροχη.
Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει και στους τομείς της φωτογραφίας και του μοντάζ, από τον Νίκο Γαρδέλη και τον Γιώργο Τσαούλη αντίστοιχα, ενώ ιδιαίτερα πετυχημένο είναι το flash back που χρησιμοποίει ο σκηνοθέτης για να αναπτύξει την ιστορία του.
Το όμορφο σενάριο, τα σκηνικά και τα εξωτερικά πλάνα της ταινίας, είναι μερικά από τα στοιχεία εκείνα που αναπαριστούν ιδανικά την Αθήνα της εποχής και καταφέρνουν και βάζουν μέσα σε αυτό το κλίμα, ακόμα και τον θεατή που βλέπει για πρώτη φορά την ταινία σήμερα -50 χρόνια μετά από την δημιουργία της. Και μόνο με αυτόν τον γνώμονα, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ταινία, ως αριστουργηματική και διαχρονικότατη.
Οι διάλογοι είναι υπέροχοι ενώ οι πάμπολλες πανέξυπνες ατάκες της, ακούγονται ακόμη μέχρι και σήμερα.


Τα σημεία όμως που πρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας και να δώσουμε τα μύρια εύσημα στην ταινία είναι κατά πρώτον, οι πολλοί χαρακτήρες που περιέχει και δεύτερον οι καταπληκτικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών που ενσωματώνουν αυτούς τους χαρακτήρες και αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνία μέσα στην οποία εξελίσσεται η ιστορία του ζεύγους Κοκοβίκου.
Στους κεντρικούς χαρακτήρες, ο Βασίλης Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού, δίνουν ρεσιτάλ υποκριτικής σε δύο ρόλους που ακόμα μέχρι και σήμερα τους χαρακτηρίζουν. Ο Βασίλης Κωνσταντίνου αποδεικνύει το μεγάλο του ταλέντο περίτρανα με την ικανότητα που έχει μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, να μεταμορφώνεται από στριμμένος και αχώνευτος, σε καλοκάγαθο ανθρωπάκι που αξίζει κάθε προσοχής και εκτίμησης. Η δε Μάρω Κοντού, ως γοητευτικότατη κυρία Ελένη, βγάζει από μέσα της με μεγάλη άνεση όλες τις τεράστιες υποκριτικές δυνατότητες που διαθέτει, στον αναμφίβολα καλύτερο ρόλο της καριέρας της.


Οι υπόλοιποι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην ταινία, ερμηνεύουν σα να είναι όλοι τους πρωταγωνιστές: η Δέσπω Διαμαντίδου στο ρόλο της προοδευτικής αλλά και ταυτόχρονα παραδοσιακής λόγω του φλιτζανιού, κουμπαρο-Μπεμπέκας· η αξέχαστη Κατερίνα Γώγου, ως υπηρέτρια Παγώνα· ο Σταύρος Ξενίδης, στον ρόλο του “τσεκουράτου” στρατιωτικού που κάθεται σούζα μπροστά στην γυναίκα του (Λίλη Παπαγιάννη)· ο Δημήτρης Καλιβωκάς στον ρόλο του “παρλαπίπα” δικηγόρου· ο Νάσος Κεδράκας ως “σπαγκοραμμένος” φαρμακοποιός· η υπέροχη Τασσώ Καβαδία σε έναν ρόλο που μας έχει συνηθίσει, αυτόν της κακιασμένης στρίγγλας· ο Κώστας Δούκας με την χαρακτηριστική ατάκα «... ρε μπούρδα Καραβάγγοοοοοο...»· ακόμη και ο κλασικός “δευτερορολίστας”, Γιώργος Τζιφός, που ενσαρκώνει τον ρόλο του ταξιτζή που αναλαμβάνει να πάει το νιόπαντρο ζεύγος Κοκοβίκου ταξίδι του μέλιτος στον γύρο της Ακρόπολης(!) και όλοι οι υπόλοιποι-ες που έχω παραλείψει, όλοι τους και όλες τους είναι πραγματικά, ΥΠΕΡΟΧΟΙ-ΕΣ.
Σε ένα μικρό ρόλο κάνει την εμφάνισή του και ο σχετικά νεοεμφανιζόμενος τότε, Άγγελος Αντωνόπουλος.


Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας στις 28 Ιουνίου του 1965, σημειώνοντας εμπορική επιτυχία, και έγινε δέκτης εγκωμιαστικών σχολίων από τους περισσότερους Έλληνες κριτικούς της εποχής.
«Η Δε Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα» βγήκε κι εκτός των ελληνικών συνόρων με τον τίτλο «And the Wife Shall Revere Her Husband» αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις και αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές.
Διακρίθηκε μάλιστα, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο, όπου ο ήδη γνωστός στο εξωτερικό από την ταινία «Ιστορία μιας Κάλπικης Λίρας» του 1955, Γιώργος Τζαβέλλας, τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας, ενώ εκπροσώπησε επίσημα την χώρα μας, στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, το 1965.
Η ταινία προβάλλεται συνεχώς απ’ όλα τα τηλεοπτικά κανάλια και το 2012, διασκευάστηκε και ξανανέβηκε στο θεατρικό σανίδι σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, με πρωταγωνιστή τον ίδιο και συμπρωταγωνίστρια, τη Ναταλία Τσαλίκη.
Θεωρείται από πολλούς, και όχι άδικα, σαν ένα από τα “διαμάντια” του παλιού καλού, Ελληνικού Κινηματογράφου.
Πρόσφατα, τον Μάρτιο του 2016, η ταινία επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη έγχρωμη, χάρη στην εταιρία «Καραγιάννης-Καρατζόπουλος» η οποία έστειλε το φιλμ σε εξειδικευμένο στούντιο στην Αμερική για ειδική επεξεργασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη ασπρόμαυρη ελληνική ταινία που χρωματίζεται και μακάρι, να ακολουθήσουν κι άλλες...








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας σχετικά με αυτήν την ανάρτηση